ξάνθισμα

ξάνθισμα
ξάνθ-ισμα, ατος, τό,
A that which is dyed yellow, κόμης ξανθίσματα dyed hair, E.Fr.322, cf. AP5.259 (Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξάνθισμα — that which is dyed yellow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνθισμα — (xantisma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων με το μοναδικό είδος ξ. το τεξανό, ιθαγενές του Τέξας. Φυτρώνει σε τόπους άγονους και ξερούς. Μονοετές η διετές φτάνει σε ύψος 30 120 εκ. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα γραμμοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ξάνθισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξανθίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθίσμασι — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίσματα — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάνθησις — ἀπάνθησις ( εως), η (Α) το ξάνθισμα των λουλουδιών, η ροή των πετάλων τους όταν αρχίζουν να μαραίνονται και να πέφτουν …   Dictionary of Greek

  • ξάνθισις — ξάνθισις, ἡ [Α ξανθίζω] το βάψιμο με ξανθή βαφή, το ξάνθισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”